Άρθρο του Σταύρου Ζουμπουλίδη, Senior Associate στον τομέα Προστασίας Δεδομένων της δικηγορική μας εταιρείας, στη NOMIKI BIBLIOTHIKI Daily με θέμα “Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων (DPO): Από τη μείωση κινδύνου σε στρατηγικό πλεονέκτημα ”

 

Η τελευταία ανάλυση της γαλλικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων υπογραμμίζει ότι ο ρόλος του DPO μπορεί να συμβάλει ενεργά στη μείωση κόστους, στη βελτίωση της διακυβέρνησης δεδομένων και στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης με πελάτες και συνεργάτες.

Πολλές επιχειρήσεις είδαν τη συμμόρφωση με τον GDPR ως ένα ακόμη κόστος ή γραφειοκρατική υποχρέωση. Ωστόσο, νέα δεδομένα δείχνουν ότι η ουσιαστική ενσωμάτωση της συμμόρφωσης μπορεί να δημιουργήσει μετρήσιμη επιχειρηματική αξία και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η τελευταία ανάλυση της γαλλικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων (CNIL) υπογραμμίζει ότι ο ρόλος του Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (ΥΠΔ, γνωστού διεθνώς ως DPO) δεν περιορίζεται στην αποφυγή προστίμων – μπορεί να συμβάλει ενεργά στη μείωση κόστους, στη βελτίωση της διακυβέρνησης δεδομένων και στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης με πελάτες και συνεργάτες. Με άλλα λόγια, οι οργανισμοί που επενδύουν ουσιαστικά στη λειτουργία του ΥΠΔ δεν συμμορφώνονται απλώς με το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο – αποδίδουν καλύτερα

Βασικά οφέλη από την παρουσία του ΥΠΔ στην επιχείρηση 

Η έρευνα της CNIL ανέδειξε τέσσερις κύριους τύπους οικονομικών οφελών για μια εταιρεία που διαθέτει ΥΠΔ. Αυτά τα οφέλη γίνονται ιδιαίτερα αισθητά στις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν τη συμμόρφωση ως ευκαιρία και όχι ως βάρος. Συνοπτικά, τα βασικά οφέλη είναι τα εξής: 

  • Ενίσχυση εμπιστοσύνης & επιτυχία σε διαγωνισμούς: Η παρουσία ΥΠΔ λειτουργεί ως ισχυρός δείκτης εμπιστοσύνης σε διαδικασίες προμήθειας και διαγωνισμούς, ειδικά όταν αντικείμενο του έργου είναι η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Ένας ΥΠΔ ανέφερε χαρακτηριστικά ότι αφού η εταιρεία του ανέδειξε στρατηγικά τη συμμόρφωση, οι πιθανότητες να κερδίσει συμβόλαια μέσω διαγωνισμών αυξήθηκαν κατά 50%.  
  • Αποφυγή προστίμων & προστασία φήμης: Ένας προφανής ρόλος του ΥΠΔ είναι η πρόληψη κυρώσεων από παραβάσεις του GDPR. Οι ρυθμιστικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της CNIL, επιβάλλουν πλέον σημαντικά πρόστιμα (μόνο το 2024, η CNIL επέβαλε 87 πρόστιμα ύψους €55 εκατ.). Ωστόσο, οι ίδιες οι επιχειρήσεις εκτιμούν ότι ακόμη πιο σοβαρή από το χρηματικό πρόστιμο είναι η ζημία στη φήμη τους: ένα δημόσιο πρόστιμο ή σκάνδαλο μη συμμόρφωσης μπορεί να διαβρώσει την εμπιστοσύνη πελατών και συνεργατών. Ειδικά εταιρείες των οποίων το brand βασίζεται στην εμπιστοσύνη, θεωρούν κρίσιμο το να αποφύγουν μια τέτοια αρνητική δημοσιότητα, και οι ΥΠΔ επιβεβαιώνουν ότι παίζουν κεντρικό ρόλο στη διαφύλαξη της εταιρικής φήμης τους. Μάλιστα, η CNIL σημειώνει ότι οι επιπτώσεις μιας δημόσιας κύρωσης δεν περιορίζονται στις απώλειες πελατών αλλά μπορούν να επηρεάσουν και τη χρηματοπιστωτική αξιοπιστία της εταιρείας – δηλαδή την πιστοληπτική της ικανότητα και τις δυνατότητες άντλησης κεφαλαίων.  
  • Πρόληψη περιστατικών διαρροής δεδομένων: Πέρα από τις νομικές κυρώσεις, οι κυβερνοεπιθέσεις και διαρροές προσωπικών δεδομένων έχουν τεράστιο κόστος. Σύμφωνα με στοιχεία του 2024, το μέσο κόστος μίας παραβίασης δεδομένων παγκοσμίως έφτασε τα $5 εκατομμύρια, αυξημένο κατά 10% από το 2023. Όπως και με τα πρόστιμα, ένα σοβαρό περιστατικό διαρροής μπορεί να πλήξει σοβαρά το κύρος μιας εταιρείας – έρευνες δείχνουν ότι μετά από μεγάλες διαρροές, η χρηματιστηριακή αξία μεγάλων επιχειρήσεων τείνει να μειώνεται. Ο ΥΠΔ συμβάλλει καθοριστικά και στην ενίσχυση της ασφάλειας: με τις διάφορες αρμοδιότητές του, εποπτεύει τα μέτρα προστασίας, συμμετέχει σε Εκτιμήσεις Αντικτύπου (DPIA), διενεργεί ελέγχους, ειδοποιεί για κενά ασφαλείας και εκπαιδεύει το προσωπικό.  
  • Ορθολογική διαχείριση & αξιοποίηση των δεδομένων: Ο ΥΠΔ διασφαλίζει την τήρηση βασικών αρχών του GDPR, όπως η ελαχιστοποίηση δεδομένων, ο περιορισμός σκοπών και χρόνου διατήρησης. Αυτό ωθεί τις επιχειρήσεις να συλλέγουν και να αποθηκεύουν μόνο τα απαραίτητα δεδομένα. Το αποτέλεσμα είναι εξοικονόμηση επιχειρησιακού κόστους: λιγότερα δεδομένα σημαίνουν λιγότεροι πόροι για αποθήκευση και διαχείριση. Σε συνεντεύξεις, ένας ΥΠΔ ανέφερε ότι η συμμόρφωση στον οργανισμό του οδήγησε σε μείωση κόστους servers κατά €400.000 λόγω εκκαθάρισης περιττών δεδομένων. Παράλληλα, η μείωση του όγκου δεδομένων περιορίζει και τα σημεία εισόδου για κυβερνοεπιθέσεις, μειώνοντας την «επιφάνεια κινδύνου» για την εταιρεία. Επιπλέον, η οργανωμένη διαχείριση των δεδομένων υπό την καθοδήγηση του ΥΠΔ βελτιώνει τη διακυβέρνηση της πληροφορίας: η κεντρική καταγραφή των αρχείων και η εξάλειψη διπλών ή ασυντόνιστων αποθηκών δεδομένων διευκολύνουν την πρόσβαση σε αξιόπιστες πληροφορίες. Οι ομάδες εντός της εταιρείας βρίσκουν τα δεδομένα που χρειάζονται πιο εύκολα και γρήγορα, γεγονός που βελτιώνει την αποδοτικότητα των εσωτερικών διαδικασιών και την ταχύτητα λήψης αποφάσεων.  

Από την τυπική συμμόρφωση στη στρατηγική αξία 

Τα παραπάνω οφέλη δεν εμφανίζονται αυτόματα σε κάθε οργανισμό με ΥΠΔ, αλλά εξαρτώνται από το πώς προσεγγίζεται η συμμόρφωση. Σύμφωνα με την ανάλυση της CNIL, οι εταιρείες που επενδύουν ουσιαστικά στη συμμόρφωση και δίνουν πραγματικούς πόρους και αρμοδιότητες στον ΥΠΔ τους, είναι αυτές που αποκομίζουν και τη μέγιστη αξία. Αντίθετα, όταν ο ΥΠΔ αντιμετωπίζεται ως ένας γραφειοκρατικός ρόλος «για τα μάτια του νόμου», χωρίς υποστήριξη ή συμμετοχή στη στρατηγική, πολλά από τα παραπάνω οφέλη μένουν ανεκμετάλλευτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι όπου η ανώτερη διοίκηση αντιλαμβάνεται υψηλό τον κίνδυνο κυρώσεων και παράλληλα θεωρεί τα δεδομένα κρίσιμα για το επιχειρηματικό μοντέλο, εκεί επενδύονται περισσότερα στον ρόλο του ΥΠΔ – και πράγματι εκεί παρατηρείται από τους ΥΠΔ μεγαλύτερη ικανότητα αποτροπής προστίμων και περιστατικών ασφαλείας. 

Όπως καταλήγει η CNIL, όταν μια εταιρεία «αξιοποιεί τη συμμόρφωση σαν ένα περιουσιακό στοιχείο που παίζει ουσιαστικό ρόλο στο επιχειρηματικό της μοντέλο», τότε η οικονομική απόδοση της επένδυσης στη συμμόρφωση γίνεται εμφανής. 

Φυσικά, η μετάβαση από τη θεωρητική συμμόρφωση στη στρατηγική ενσωμάτωση αυτής απαιτεί συνειδητές κινήσεις από την πλευρά της διοίκησης. Βέλτιστες πρακτικές που προτείνει η CNIL για να απελευθερωθεί η οικονομική αξία της λειτουργίας του ΥΠΔ είναι, μεταξύ άλλων: 

  • Συμμετοχή του ΥΠΔ στη λήψη αποφάσεων: Η πρόσκληση του ΥΠΔ σε επιλεγμένες συνεδριάσεις της εκτελεστικής διοίκησης βοηθά να συνδεθεί η συμμόρφωση με τη συνολική επιχειρηματική στρατηγική. Ο ΥΠΔ μπορεί έτσι να ευθυγραμμίσει καλύτερα τα προγράμματα προστασίας δεδομένων με τους επιχειρηματικούς στόχους και να αναδείξει πώς η συμμόρφωση υποστηρίζει την ανάπτυξη. 
  • Ολιστική ενσωμάτωση στη στρατηγική: Η ενσωμάτωση της προστασίας δεδομένων στην εταιρική κοινωνική ευθύνη και στη στρατηγική ασφάλειας πληροφοριών διασφαλίζει ότι όλες οι λειτουργίες κινούνται με κοινό όραμα και συνεκτικό πλάνο. Όταν η κουλτούρα συμμόρφωσης διαπερνά την οργάνωση, μειώνεται ο κατακερματισμός, περιορίζονται οι διενέξεις στόχων και ο ρόλος του ΥΠΔ ενισχύεται. 
  • Ποσοτικοποίηση των ωφελειών: Ακόμη κι αν ορισμένα οφέλη είναι έμμεσα, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να προσπαθήσουν να μετρήσουν τα οικονομικά οφέλη που σχετίζονται με τον ΥΠΔ. Για παράδειγμα, μέσω εσωτερικών διαβουλεύσεων, μπορούν να υπολογίσουν εξοικονομήσεις (π.χ. μειώσεις κόστους από διαγραφή δεδομένων ή αποτροπή προστίμων) και να συμφωνήσουν σε συγκεκριμένους δείκτες απόδοσης. Αυτή η άσκηση βοηθά στο να αντικειμενοποιηθεί η αξία του ΥΠΔ και να ενταχθεί επισήμως στους υπολογισμούς κόστους-οφέλους της επιχείρησης. 
  • Ευαισθητοποίηση και συνεργασία μεταξύ τμημάτων: Η διάχυση της αντίληψης ότι η συμμόρφωση δημιουργεί αξία είναι κρίσιμη. Άλλα τμήματα (π.χ. μάρκετινγκ, πωλήσεις, IT) θα πρέπει να αντιληφθούν ότι ο ΥΠΔ είναι «δημιουργός» πρόσθετης αξίας και όχι τροχοπέδη. Αυτό επιτυγχάνεται με εκπαίδευση, επικοινωνία επιτυχιών (π.χ. όταν η συμμόρφωση βοηθά να κερδηθεί ένας πελάτης ή να αποφευχθεί μια κρίση) και ενθάρρυνση συνεργασίας του ΥΠΔ με τις άλλες ομάδες σε κοινά έργα. 

Εμπιστοσύνη και ανταγωνιστικότητα στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης 

Ζούμε σε μια οικονομία που οδηγείται από τα δεδομένα και την Τεχνητή Νοημοσύνη («ΤΝ»), όπου τα προσωπικά δεδομένα έχουν χαρακτηριστεί ως το νέο κεφάλαιο της ψηφιακής εποχής. Σε αυτό το περιβάλλον, η εμπιστοσύνη γίνεται θεμέλιο της ανταγωνιστικότητας: οι οργανισμοί που κερδίζουν την εμπιστοσύνη των χρηστών στα δεδομένα τους, έχουν τεράστιο προβάδισμα στην αξιοποίηση προηγμένων τεχνολογιών όπως η ΤΝ. Η συμμόρφωση με το GDPR διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτή την εξίσωση. Όπως επισημαίνει η ίδια η CNIL, ο GDPR δεν εμποδίζει αλλά επιτρέπει την ανάπτυξη καινοτόμου και υπεύθυνης Τεχνητής Νοημοσύνης – παρέχει την αναγκαία ρυθμιστική σαφήνεια και ασφαλιστικές δικλείδες ώστε οι επιχειρήσεις να καινοτομούν χωρίς να θυσιάζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα. Με τη συμμόρφωση, οι οργανισμοί αποκομίζουν νομική βεβαιότητα και πλαίσιο για ασφαλή χρήση των δεδομένων, πράγμα που τους επιτρέπει να αναπτύσσουν νέες ψηφιακές υπηρεσίες με αυτοπεποίθηση. 

Την ίδια στιγμή, οι πελάτες και το κοινό είναι πιο ευαισθητοποιημένοι από ποτέ για την ιδιωτικότητα. Έχει γίνει φανερό ότι όταν οι καταναλωτές δεν εμπιστεύονται τον τρόπο που μια εταιρεία χειρίζεται τα δεδομένα τους, αποφεύγουν να της τα παράσχουν – και αυτό μπορεί να σημαίνει άμεσα απώλεια εσόδων και ευκαιριών για την εταιρεία. Αντίθετα, όταν ένας οργανισμός έχει αποδείξει ότι χειρίζεται υπεύθυνα τα δεδομένα, οι χρήστες είναι πιο πρόθυμοι να μοιραστούν πληροφορίες και να αγοράσουν υπηρεσίες, γεγονός που οδηγεί σε αύξηση εσόδων και ανάπτυξη των επιχειρήσεων που επενδύουν στην προστασία δεδομένων. Με απλά λόγια, στην ψηφιακή εποχή η σχέση εμπιστοσύνης με τον πελάτη μεταφράζεται άμεσα σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα: η σωστή συμμόρφωση αποτελεί πια ένα είδος ποιοτικής σφραγίδας που διαφοροποιεί τους αξιόπιστους παίκτες της αγοράς. 

Το μήνυμα είναι σαφές: η ηγεσία στην ιδιωτικότητα και στη συμμόρφωση μπορεί να μεταφραστεί σε επιχειρηματική αξία, ιδίως στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και της οικονομίας των δεδομένων. Οι οργανισμοί που ενσωματώνουν δομικά τη συμμόρφωση κερδίζουν όχι μόνο την εμπιστοσύνη του κοινού, αλλά και σταθερότητα, ευελιξία και στρατηγική τοποθέτηση στην αγορά.

Αντίθετα, όσοι προσεγγίζουν τον GDPR επιφανειακά, απλώς «για να αποφύγουν το πρόστιμο», χάνουν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν την συμμόρφωση ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Στον βαθμό που τα δεδομένα αποτελούν πλέον κεντρικό παραγωγικό πόρο, η εμπιστοσύνη γύρω από τη χρήση τους γίνεται καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας – και σε αυτό ακριβώς το σημείο, ο ρόλος του Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων αποδεικνύεται πολύτιμος. 

Σημείωση: Τα παραπάνω συμπεράσματα βασίζονται στην ανάλυση της CNIL (23/7/2025) για τα οικονομικά οφέλη του DPO, η οποία χρησιμοποίησε δεδομένα ευρείας έρευνας (AFPA 2024) και ποιοτικές συνεντεύξεις.